- μείξεις
- μεῖξιςfem nom/voc pl (attic epic)μεῖξιςfem nom/acc pl (attic)μίγνυμιmixaor subj act 2nd sg (epic)μίγνυμιmixfut ind act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ταχύτεκνος — ον, Α αυτός που επιφέρει ταχεία γέννηση τέκνων («ταχυτεχνόταται μείξεις», Αέτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + τεκνος (< τέκνον), πρβλ. πολύ τεκνος] … Dictionary of Greek
αδιαχώρητο — Ιδιότητα της ύλης, χάρη στην οποία δύο σώματα δεν μπορούν να καταλάβουν την ίδια θέση στην ίδια χρονική στιγμή. Πρόκειται για μία φυσική ιδιότητα, που χαρακτηρίζει την ύπαρξη της ύλης. Αναγνωρίζεται ευκολότερα η ιδιότητα σε μείξεις στερεών ή… … Dictionary of Greek
Γουιάνα, Γαλλική — Επίσημη ονομασία: Γαλλική Γουϊάνα Έκταση: 91.000 τ. χλμ. Πληθυσμός 182.333 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: ΚαγένΥπερπόντιο διαμέρισμα της Γαλλίας, που βρίσκεται στη νοτιοανατολική ακτή της Νότιας Αμερικής. Η συνολική έκταση είναι 91.000 τ. χλμ. και ο… … Dictionary of Greek
Γροιλανδία — Επίσημη ονομασία: Γροιλανδία Έκταση: 2.175.600 τ. χλμ Πληθυσμός: 56.376 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Νουούκ (πρώην Γκόντχοπ)Γροιλανδία (διεθν. Greenland, δαν. Gronland, τοπικά Kalaallit Nunaat). Νησιωτικό αυτοδιοικούμενο έδαφος της Δανίας, που… … Dictionary of Greek